- ποτιψαφίζομαι
- ποτιψᾱφίζομαι, [voice] Med., [dialect] Dor. for προσψη-,A vote in addition,
ἀγῶνα
Melanges Glotz290
(Delph., ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγῶνα
Melanges Glotz290
(Delph., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] … Dictionary of Greek